Και τώρα ποιον ψηφίζω;

11 Νοεμβρίου 2017

Τον όρο «μαγκάφιν» (οι σινεφίλ το γνωρίζουν καλά) τον επινόησε ο Άλφρεντ Χίτσκοκ. Το μαγκάφιν (MacGuffin) είναι κάτι άχρηστο αλλά βολικό. Μια ένεση στην ροή της αφήγησης μέσα από ένα ενδιαφέρον αλλά ολωσδιόλου άσχετο με την πλοκή τέχνασμα.

Για παράδειγμα την ώρα που τα πουλιά αρχίζουν και μαζεύονται στα σύρματα στο βάθος , το πρώτο πλάνο δείχνει μια παρέα που φιλονικεί με ένταση. Η παρέα και η φιλονικία είναι άσχετες, δεν θα τους ξανασυναντήσουμε πιθανόν μέχρι το τέλος της ταινίας , αλλά η ένταση που εμβολιάζεται με αυτόν τον αφηγηματικά άσχετο τόπο κρατά ζεστό τον θεατή μέχρι να πετάξουν απειλητικά οι γλάροι της ταινίας του μαιτρ. Ο Χίτσκοκ χρησιμοποιούσε όχι μόνο ένα αλλά δύο και τρία μαγκάφιν σε πολλές ταινίες του –είμαι βέβαιος ότι οι μύστες του είδους θα έχουν υπόψη τους πολλά περισσότερα. Αλλά ουδέποτε έφτιαξε μια ταινία αποκλειστικά από μαγκάφιν. Είχε πάντα ένα στιβαρό σενάριο να υπηρετήσει.
Πολλές φορές αυτή η διαδικασία για το Νέο Φορέα δείχνει σενάριο που αναζητά όλο και περισσότερα «μαγκάφιν» για να κρατήσει ζωηρό το ενδιαφέρον, αλλά φευ! Ψιλοτσακωμοί σε χαμηλούς τόνους, υπερβολική ευγένεια, φιλική ατμόσφαιρα, μόνο τα κεριά έλειπαν, πώς να συγκινηθεί ο πολίτης όταν δίπλα υπάρχει υπερ-προσφορά έντασης και ευκαιρίες να νοιώσεις καλύτερος από αυτούς που σε κυβερνάνε.
Η συμμετοχή λοιπόν μπορεί να μην πλησιάσει καν τις αρχικές προσδοκίες αλλά θα ισχυριστώ ότι αυτό που ξεκίνησε δεν πρόκειται να σταματήσει. Όχι για λόγους μεταφυσικούς.
Η ΝΔ υπό τον Κ. Μητσοτάκη είναι ήδη λαβωμένη και είναι και στους ίδιους σαφές ότι έχει αρχίσει μία κάποια αντίστροφη πορεία. Ο Κ. Μητσοτάκης στην καλύτερη (για τον ίδιο) περίπτωση θα παραλάβει την πρώτη διερευνητική εντολή που θα είναι θνησιγενής. Η ΝΔ και ο Κυριάκος Μητσοτάκης όχι μόνο δεν μπορούν να εκμεταλλευτούν τις αλλεπάλληλες συριζέικες γκάφες αλλά και εγκλωβίζουν όλο και περισσότερους πολίτες σε έναν μετεωρισμό γύρω από το Συριζα.

Άλλωστε δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ενώ πριν έξι μήνες η Κεντροαριστερά αναφερόταν περισσότερο ως Κέντρο -ως πιο κοντινή για κυβέρνηση συνεργασίας με τη ΝΔ ,αλλά σήμερα αυτή η πιθανότητα δεν είναι τόσο ισχυρή. Το αντίθετο μάλιστα. Ο Συριζα δεν καταρρέει , η ΝΔ δεν παίρνει το κεφάλι που χρειάζεται ,επομένως ένας τρίτος πόλος (ο Νέος Φορέας;) παύει να είναι η προοπτική μιας τσόντας στη ΝΔ αλλά γίνεται –εκ των πραγμάτων- ένας απαραίτητος πολυσυλλεκτικός χώρος που μπορεί να οδηγήσει σε ένα νέο σημείο ισορροπίας το πολιτικό μας σύστημα. Σ’ ένα τρικομματικό σύστημα –ιδίως όταν φαίνεται σχετικά απίθανο τα δύο μεγαλύτερα κόμματα να συγκεντρώσουν καθαρά πάνω από το 60% του εκλογικού σώματος. Σ αυτή την προοπτική , η Κεντροαριστερά θα μπορεί να διευκολύνει συγκλίσεις και να αποδυναμώνει πολιτικά την ασυδοσία παλιών και νέων συστημάτων εξουσίας.

Ο δρόμος αυτός δεν είναι προδιαγεγραμμένος ,είναι υπαρκτός. Είναι δρόμος που ανοίγει όσο η ανάμνηση του δικομματισμού επιβάλλει την αναζήτηση ενός αντι-Τσίπρα. (Χαθήκαμε αν βρεθεί και δεύτερος «καλός» λαϊκιστής).
Αυτός ο δρόμος προφανώς δεν θα ανοίξει διάπλατα μόνο μέσα από τις δύο ερχόμενες Κυριακές. Τα αντίθετο. Φοβούμαι ότι θα δούμε πολλά που θα εντείνουν την απογοήτευση όσων ήδη ψελλίζουμε για τα περί «δικαιολογημένης αδιαφορίας του κόσμου». Τα αποτελέσματα των εκλογών μπορεί να έχουν μεγάλες εκπλήξεις και η επόμενη μέρα να βουλιάξει στον επαρχιωτισμό των ασσύμετρων υποψηφιοτήτων ή στον βοναπαρτισμό κάποιων εξ αυτών. Αλλά η συγκρότηση του Νέου Φορέα δεν θα σταματήσει. Οι εκλογές φτιάχνουν το κέλυφος, τα υπόλοιπα θα έρθουν μετά. Κι όχι εύκολα. Μην κοροϊδευόμαστε και μεταξύ μας. Δεν υπάρχει άλλη λύση. Καλύτερη διαχείριση της κατάστασης ναι, πιο έντιμη Δημοκρατία ναι. Αυτά μπορούν να υπάρξουν. Και σ αυτά η Κεντροαριστερά είναι μια ελπίδα. Ανάμεσα ,στον δις λαβωμένο Κυριάκο και στις τσιρίδες του Αδωνη από τη μία, και στον πολιτικό αμοραλισμό των εξουσιομανών του Συριζα και στο Καμμένειο άγος από την άλλη.

Η Κεντροαριστερά μπορεί να εγγυηθεί όχι τις μαγικές λύσεις ,αλλά ,όχι άλλο χαμένο χρόνο. Θα το αναλάβει;
Ένα κομμάτι της απάντησης θα δοθεί τις δύο ερχόμενες Κυριακές. Ένα «Πασόκ plus» δεν θα ξυπνήσει κοιμωμένες αλλά ρεβανσισμό και κομπασμούς. Όποιοι πιστεύουν ότι όλη αυτή η φασαρία γίνεται για ένα καλύτερο και μεγαλύτερο Πασοκ έχουν λάθος. Ποιος ο λόγος άλλωστε για όλη αυτή τη διαδικασία αντί για ένα πολιτισμένο παζάρεμα για το ποιοι και με ποιους όρους θα χωρέσουν στο Πασοκ plus; Ως γνωστόν σ αυτά τα παζαρέματα και το Πασοκ και πολλοί πλάνητες παράγοντες κατέχουν διδακτορικό.

Το Πασοκ είχε ανέκαθεν μια ρευστότητα στον πολιτικό χώρο , καταλάμβανε κάθε κενό ,σαν τον σημερινό Σύριζα. Όμως η εποχή μας απαιτεί κάτι πιο στερεό, πιο διαμορφωμένο , λιγότερες φανφάρες και περισσότερες κερδισμένες μικρές καθημερινές μάχες. Δεν χρειάζεται ένα Πασοκ από τα παλιά με ήλιους και αμετροέπεια. Ούτε ένα Πασοκplus που θα θυμίζει την «αραβική άνοιξη».

Στην περίπτωση λοιπόν διδύμου Φώφης- Ανδρουλάκη (ή μεγάλης διαφοράς ενός εκ των δύο από τον δεύτερο της πρώτης Κυριακής και οι υπόλοιποι σε απόσταση από τους δύο πρώτους) η βάρκα του νέου φορέα θα αρχίσει να γέρνει επικίνδυνα προς την αειθαλή Πασοκική ουτοπία του «πάλι με χρόνια με καιρούς». Σ’ αυτή η περίπτωση, ο νέος φορέας θα αποδειχτεί κάτι άσχετο, ένα μαγκάφιν στο συνεχιζόμενο θρίλερ του Πασοκ ,δηλαδή της μερικής επανόδου στην εξουσία μέσω της αντικατάστασης των ΑΝΕΛ . (Μη γελάτε! Πολλοί στο Πασοκ και στο Συριζα το πιστεύουν).

Για να μην σας κουράζω: Στη συγκεκριμένη διαδικασία δεν βλέπω παρά μόνο δύο υποψήφιους να μπορούν να εγγυηθούν ότι θα σεβαστούν το Πασοκ και την ιστορία του αλλά δεν θα κουβαλήσουν στις πλάτες τους κανέναν πασοκικό αλυτρωτισμό. Θα είναι έντιμοι και θα αποδώσουν το ειδικό βάρος κάθε κόμματος ή φορέα αλλά μέχρις εκεί. Δεν έχουν εικονολατρικές εμμονές: Ο Σταύρος Θεοδωράκης και ο Γιώργος Καμίνης.

Και οι δύο δεν είναι στην καλύτερή τους στιγμή. Αλλά είναι , κατά τη γνώμη μου , οι μοναδικοί που μπορούν να χαράξουν μια στοιχειώδη πορεία του ευρύτερου εγχειρήματος.

Ο Σταύρος Θεοδωράκης είναι αναμφίβολα ο μόνος που τόλμησε το αδιανόητο: Έχτισε ένα νέο κόμμα , το κράτησε όρθιο , μετρημένο και σοβαρό , σε συνθήκες πλήρους απαξίωσης του ήπιου λόγου και προσέφερε στη χώρα πολλά (αναλογικά με το μέγεθός του) και το καλοκαίρι του 2015 και μέχρι σήμερα. Η στάση του σε νομοσχέδια , αλλά και στο εκκλησιαστικό ή στο προσφυγικό τον δικαίωσε πλήρως. Δεν είναι τυχαίο ότι τα τρόλ του Συριζα είχαν στοχεύσει αποκλειστικά πάνω του ήδη πριν από τον Ιανουάριο του 2015. Βενιζέλος και Θεοδωράκης ήταν το μενού τους. Ο Σταύρος δεν ερμηνευόταν με παραδοσιακούς όρους , δεν είχε την εμπλοκή των υπολοίπων στο «Παλαιό Καθεστώς» και μόνο η «Μπομπολολογία» μπορούσε να επινοηθεί ως τρόπος αντιπαράθεσης. Εκεί η καθυστερημένη αντίδραση του Σταύρου και στελεχών του δεν στάθηκε αρκετή να προλάβει το κακό και το Ποτάμι άρχισε να χάνει νερά.

Παρόλα αυτά κατάφερε να κρατηθεί ψηλά σε αποτελεσματικότητα στη δημόσια σφαίρα , δυσανάλογα ψηλά σε σχέση με το άγονο εκλογικό ποσοστό του Ποταμιού.

Ως ένα βαθμό αυτό οφείλεται και στην (σωστή κατά τη γνώμη μου) καχυποψία του Σταύρου απέναντι στον ακαδημαίζοντα πολιτικό λόγο. Ο Θεοδωράκης παιδί της γειτονιάς και ρεπόρτερ του πεζοδρομίου κατάλαβε πολύ γρήγορα ότι αυτού του τύπου ο πολιτικός λόγος δεν είναι μόνο ξεπερασμένος αλλά και άστοχος . Ο πολιτικός που μιλάει σαν το δελτίο της ΕΡΤ δεν έχει πλέον πολλές πιθανότητες. Αλλά ο Σταύρος άργησε να αντιληφθεί ότι πολλοί συνομιλητές του –εντός και εκτός Ποταμιού είχαν διπλή ατζέντα. (Θυμάμαι την απογοήτευσή του στην πρώτη του συνάντηση με τον Τσίπρα τη μέρα της πρώτης εκλογικής νίκης του Σύριζα. Είχε μείνει εμβρόντητος από την ελαφρότητα και τον κυνισμό του Τσίπρα. «Εχω υποσχεθεί στον Καμμένο δύο τρία υπουργεία έλα να σου δώσω κι εσένα δύο τρία και έλα μαζί». Το λεγε και το ξανάλεγε ο Σταύρος, σαν να του ήταν αδύνατο να φανταστεί ότι έτσι θα εκφραζόταν ο νέος Πρωθυπουργός).
Σε λιγότερο από ένα χρόνο από τότε, η κοινοβουλευτική του ομάδα άρχισε να σημειώνει και μία αποχώρηση κάθε φορά που ο Σταύρος προσπαθούσε να αντιτάξει διακριτό προφίλ από εκείνους που δεξιά και αριστερά τού έσειαν ονόματα και αποχωρήσεις βουλευτών του (αυτό λέγεται αλλιώς και εκβιασμός). Εσχάτως του προσάπτουν δήθεν μυστική συμφωνία με Μητσοτάκη ,παραβλέποντας ότι ο Σταύρος ήταν ο πρώτος που δημοσίως εξέφρασε σκεπτικισμό για το αν ο Κυριάκος θα έκανε αυτό που πολλοί περίμεναν: Ότι θα άλλαζε τη ΝΔ.

Ο Σταύρος έφτιαξε ένα ανοιχτό σύγχρονο δημοκρατικό κόμμα που δεν χρωστάει πουθενά, που δεν έχει πάρει δάνειο. Όχι γιατί ήξερε αλλά γιατί έμαθε. Έχτισε κι άλλα πράγματα , σημαντικά και πρωτοποριακά πριν ιδρύσει το Ποτάμι. Και κανένα δεν απέτυχε. Γιατί έβαζε τα δικά του χρήματα. Δεν είχε πίσω του κανέναν γιατί απλούστατα ήθελε να είναι εκδότης του εαυτού του. Υπήρξαν και τέτοιοι δημοσιογράφοι. Ο Σταύρος το τόλμησε. Και το λέω με όση γνώση μου επιτρέπει η φιλία μας από το 1984. Βαθειά αντι-ελιτιστής , επιφυλακτικός σε όσους φωνάζουν ότι έχουν λύσεις , κυνικός αλλά εύπιστος και το κυριότερο: Ακούει τους γύρω του, δεν παίρνει αποφάσεις εν θερμώ ακόμη κι αν όλοι πιστεύουν το αντίθετο. Ακούει με προσοχή πολλούς. Ίσως υπερβολικά πολλούς. Η αλήθεια είναι ότι υπήρξε υπερπροσφορά κι ο Σταύρος καλοπροαίρετος. Μετά κατάλαβε…

Ο δήμαρχος Αθήνας είναι επίσης ένας νέος πολιτικός που τόλμησε να εκτεθεί σε καιρούς ασυνεννοησίας ,οργής και τυφλής εκδικητικότητας. Ανέλαβε δήμαρχος μιας πόλης που δεν υπήρχε. Τα δύο κέντρα της (Ομόνοια και Σύνταγμα) βρέθηκαν σε πολύμηνη πολιορκία και αποκλεισμό και με περιοχές της συρματοπλεγμένες από τη Χρυσή Αυγή. Η σημαντικότερη, ο Άγιος Παντελεήμονας, ήταν το έμβλημα των νεοναζί. Η Αθήνα επούλωσε εξαιρετικά γρήγορα εκείνες τις πληγές χάρη στις συμμαχίες και στην υπομονή του Γιώργου Καμίνη. Αρέσει δεν αρέσει , σ αυτόν πιστώνεται.
Με κουτσουρεμένες τις κρατικές χρηματοδοτήσεις και με μεγάλες καθυστερήσεις στις πληρωμές των δημοτικών τελών τότε από τη ΔΕΗ , δεν έκανε τίποτα φανταιζί. Δεν έφερε κάποιο μεγάλο δάνειο , ούτε κάποια μεγαλόπνοη επένδυση. Έκανε το πιο λογικό: Περιόρισε δραστικά τις δαπάνες. Χειρουργικά, όχι βάρβαρα. Δεν κατήργησε τομείς, κατήργησε όσους κόστιζαν ή εμπόδιζαν τους τομείς να λειτουργήσουν αποτελεσματικά και οικονομικά. Σε έξι χρόνια , ένας υπερχρεωμένος κολοσσός (ήταν ο δεύτερος μεγαλύτερος εργοδότης στην Ελλάδα μετά τη ΔΕΗ) έγινε πλεονασματικός. Δεν χωράνε μισόλογα εδώ. Ο Καμίνης πέτυχε στην Αθήνα αυτό που πρώτα από όλα χρειάζεται στη χώρα. Εξορθολογισμό δαπανών. Όσοι δε , νομίζουν ότι αυτό ήταν εύκολο να γίνει αρκεί να το θέλεις , αγνοούν ότι η δημοτική γραφειοκρατία ήταν βαθύτερη και πιο κομματικοποιημένη από την κρατική . Ήταν και κάτι ακόμη χειρότερο: Ήταν σε μεγάλο βαθμό αυτονομημένη μέσω μιας ιδιότυπης ομερτά (δηλαδή ήταν στο ανώτατο στάδιο της κομματοκρατίας).
Κι αυτά ενώ ο Καμίνης δεν είχε δικό του κόμμα. Εκμεταλλεύτηκε όμως την καθίζηση των κομμάτων που τον στήριξαν στις πρώτες εκλογές δημιουργώντας στο Δήμο έναν νέο πολιτικό χώρο με στελέχη που ο ίδιος επέλεξε. Πέτυχε μια ανανέωση στο στελεχικό δυναμικό του Δήμου ίσως και μεγαλύτερο του 70%.
Κατάφερε και επέβαλλε γρήγορα την παρουσία του και την Αρχή του.

Πόσο το αξιοποίησε τελικά;
Εδώ τα πράγματα είναι ανοιχτά. Η τελευταία περίοδος της δημοτικής αρχής φαίνεται ευάλωτη. Σαν να σταμάτησε ξαφνικά η παραγωγή ουσίας. Σαν να άρχισαν φιοριτούρες και δημόσιες σχέσεις, σαν δεκάδες μικρές «ντοκουμέντα» που με κομπασμούς και αυτάρεσκες ημιμάθειες , θόλωσαν το τοπίο του Γιώργου Καμίνη. Σαν να έχασε το δυνατό του σημείο: Να χτίζει σιγά σιγά το Σεράφειο ή τη Βίλλα Αμαλίας ή τη μαγεία της Τεχνόπολης αλλά παράλληλα να αλλάζει κάδους πιο συχνά. Δεν είμαι οπαδός της άποψης που διακινείται ότι η καθαριότητα έχει χειροτερεύσει επί Καμίνη. Το αντίθετο έχει συμβεί και με λιγότερο κόστος. Αλλά η πόλη δεν συνεργάζεται και το ξέρουμε όλοι μας αυτό, ας μην λαϊκίζουμε μεταξύ μας. Εκείνο που μπορεί να του καταλογιστεί είναι ότι δεν έδωσε τη σημασία που έπρεπε στη συνεργασία της πόλης. Αλλά η Αθήνα είναι πιο καθαρή από την εποχή του Κακλαμάνη. Αλλά ο Καμίνης έκανε το λάθος να επιχειρηματολογήσει σαν κακομαθημένος έφηβος του Ψυχικού.

Αυτή η απώλεια της μεγάλης εικόνας τού έχει στοιχίσει και είναι μάλλον ευδιάκριτη η αγωνία του να δείξει σ αυτή την ιδιόρρυθμη προεκλογική εκστρατεία ότι έχει πάρει το μήνυμα. Το κάνει πολλές φορές με λάθος τρόπο, γιατί αυτός είναι ο Καμίνης. Θα ήταν εύκολο να αποδοθούν ευθύνες στη σημερινή επικοινωνιακή ομάδα γύρω του , αλλά θα ήταν άδικο. Όσοι τον γνωρίζουν και έχουν δουλέψει μαζί του σε καλές και σε κακές εποχές γνωρίζουν ότι τα καλύτερα επικοινωνιακά αποτελέσματα γι αυτόν έρχονταν εν αγνοία του και χωρίς τη συμμετοχή του. Δεν τόχει το επικοινωνιακό ο Καμίνης , αλλά αυτό κατά τη γνώμη μου δεν είναι μειονέκτημα. Είναι η απρόβλεπτη αυθεντικότητα που διαθέτει και έτσι έχει συνάψει με πολλούς ψηφοφόρους από κάθε τάση του Νέου Φορέα μια σχέση βαθιά, σαν αυτή που δημιουργεί η τελευταία ζώνη άμυνας σε κάθε μάχη. Ο Καμίνης σε δύσκολες στιγμές δεν ξέρω αν ήταν σημαία της Κεντροαριστεράς, αλλά ήταν η τελευταία ζώνη άμυνάς της , που άντεξε , και σήμερα είμαστε εδώ.

Καταλήγοντας: Μου λείπει όλο και περισσότερο ο Μιχάλης Παπαγιαννάκης. Αλλά πρέπει αυτή η υπόθεση να προχωρήσει. Ο Συριζα μας έχει δείξει ότι δεν έχει φραγμούς στο εσωτερικό και η ΝΔ θα γίνεται όλο και πιο ευάλωτη. Τα άκρα πιο δυνατά. Ακόμη κι αν αυτό είναι το λιγότερο πιθανό σενάριο ποιος θα πάρει το ρίσκο να το αγνοήσει; Βλέπει κανείς κάποιον άλλο δρόμο;

Αυτή την Κυριακή και για όλα τα παραπάνω θα ψηφίσω το Σταύρο.

Δείτε την ανάρτηση του Τάκη Καμπύλη στο Facebook:

Και τώρα ποιόν ψηφίζω; Τον όρο «μαγκάφιν» (οι σινεφίλ το γνωρίζουν καλά) τον επινόησε ο Άλφρεντ Χίτσκοκ. Το μαγκάφιν…

Posted by Takis Kampylis on Friday, November 10, 2017

Επιστροφή